προφητοκράτωρ

προφητοκράτωρ
-ορος, ὁ, Μ ο πρώτος, ο σπουδαιότερος από όλους τους προφήτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προφήτης + -κράτωρ (< κρατῶ, βλ. λ. αυτοκράτωρ), πρβλ. πλουτο-κράτωρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”